δημογεροντικός

δημογεροντικός
-ή, -ό
όποιος ανήκει ή αναφέρεται στους δημογέροντες ή στη δημογεροντία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 σε Βασιλικό Διάταγμα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”